- κλωνόγερτος
- -η, -οαυτός που έχει τα κλωνάρια του γερτά προς το έδαφος: Έκοψε την κλωνόγερτη ιτιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλωνόγυρτος — και κλωνόγερτος, η, ο αυτός τού οποίου τα κλαδιά γέρνουν προς το έδαφος («κλωνόγυρτη ετιά», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶνος + γυρτος (< γυρτός < γέρνω), πρβλ. μισό γυρτος, ολό γυρτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Διονύσιο Σολωμό] … Dictionary of Greek